- ἐννόῳ
- ἔννοοςthoughlfulmasc/fem/neut dat sgἔννουςthoughlfulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννοώ — εννοώ, εννόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐννοῶ — ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννόω — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννοος thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἔννους thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννους thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως … Dictionary of Greek
εννόηση — η (AM ἐννόησις) [εννοώ] η ενέργεια τού εννοώ νόηση, σκέψη, διανόηση, αντίληψη, παρατήρηση («προς μαθήσεις και εννοήσεις και μελετάς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
προσσυνίημι — Α εννοώ, καταλαβαίνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συνίημι «αντιλαμβάνομαι, εννοώ»] … Dictionary of Greek